- επισμυγερός
- ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισμυγερή — ἐπισμυγερός gloomy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισμυγερῶς — ἐπισμυγερός gloomy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)